-
1 выкидывать
πετώ (έξω), αποβάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выкидывать
-
2 выбросить
-ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ έξω•он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•
выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.
|| μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.
|| μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•
выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.
2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•
-винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.
3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.5. βγάζω, ρίχνω•выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.
εκφρ.выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•-лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.ρίχνομαι, πηδώ κάτω•он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.
|| εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.). -
3 вон
-
4 швырять
ρ.δ. μ.1. ρίχνω, πετώ•швырять дрова в подвал ρίχνω τα καυσόξυλα στο υπόγειο•
швырять камнями πετώ πέτρες, πετροβολώ, λιθοβολώ.
|| τρικλίζω, ταλαντεύομαι.2. (για υπηρεσία κ.τ.τ.) μεταθέτω, δίνω φύσημα.3. πετώ έξω. || πετώ όπου λάχει, αδιάκριτα που.εκφρ.-деньги ή деньгами – ατζα.ταλίύ τα χρήματα.1. ρίχνω, πετώ αλληλορίχνω• — камнями πετώ πέτρες• αλληλοπετροβολούμαι.2. ρίχνομαι, πετιέμαι.3. απαρνούμαι κάτι, αφήνω περιφρονώ• δεν εκτιμώ.εκφρ.швырять деньгами – σπαταλά τα χρήματα. -
5 выбросить
-
6 вышвырнуть
ρ.σ.1. πετώ, ρίχνω έξω απότομα, φρουντζολίζω.2. μτφ. διώχνω με άσχημο τρόπο (σκαιώς), πετώ έξω. -
7 вылететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. πετώ έξω•птица -ла из гнезда το πουλί πέταξε από τη φωλιά.
|| φεύγω πετώντας, αφίπταμαι. || πετάγομαι, πετιέμαι•пробка -ла с выстрелом το βούλωμα εκπυρσοκρότησε.
|| βγαίνω έξω γρήγορα•в испуге он -ел из кабинета καταφοβισμένος πετάχτηκε έξω από το γραφείο•
машина опрокинулась и я -ел вон το αυτοκίνητο ανατράπηκε κι εγω πετάχτηκα έξω.
2. εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω με ταχύτητα.3. μτφ. απολύομαι, διώχνομαι, πετιέμαι•вылететь из института διώχνομαι από το ινστιτούτο•
вылететь из службы απολύομαι από την υπηρεσία;
εκφρ.вылететь из головы, из памяти – ξεχνώ, δε θυμάμαι, μου διαφεύγει•вылететь в трубу – χρεοκοπώ, φαλίρω•вылететь пулей, стрелой – βγαίνω σαν σφαίρα, σαν βέλος, με αστραπιαία ταχύτητα. -
8 выкидать
ρ.σ.μ. ρίχνω, πετώ έξω•вещи через окно ρίχνω έξω τα πράγματα από το παράθυρο.
-
9 выбросать
ρ.σ.μ.(απλ.) ρίχνω, πετώ έξω μερικές φορές. -
10 выплеснуть
ρ.σ. χύνω, αδειάζω μονομιάς. || εκβράζω, ξεβράζω, βγάζω, πετώ έξω, ξερνώ (για κύμα, ρεύμα ποταμού).ξεχειλίζω, πλημμυρίζω. -
11 излететь
-ечу, -етишьρ.σ.πετώ έξω, βγαίνω εκστομίζομαι•из уст его -ли какие-то, неприятные слова εκστομίστηκαν απ αυτόν κάτι άσχημες λέξεις.
-
12 за
за 1) (позади, вне ) από πίσω (или πέρα) από; για за вокзалом πίσω από το σταθμό за рекой πέρα από το ποτάμι за Москвой πέρα (или έξω) από τη Μόσχα бросить что-либо за окно πετώ κάτι από το παράθυρο; идти за кем-л. ακολουθώ κάποιον 2) (возле) σε κοντά, γύρω από сесть за сгол κάθομαι στο τραπέζι 3) (н.а расстоянии) από, σε απόσταση за десять километров до... δέκα χιλιόμετρα από..- 4) (о сроке) πριν, προ за десять дней до... δέκα μέρες πριν από... за десять дней μέσα σε δέκα μέρες 5) (о йене): за наличный расчёт τοις μετρητοίς купить билет за пять рублей αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών 6) (цель ) για послать за доктором στέλνω να φωνάξουν το γιατρό бороться за мир αγωνίζομαι για την ειρήνη 7) (направление действия): держаться за перила κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα приняться за работу αρχίζω τη δουλειά 8): уважать за храб* * *1) (позади, вне) από; πίσω ( или πέρα) από; γιαза вокза́лом — πίσω από το σταθμό
за реко́й — πέρα από το ποτάμι
за Москво́й — πέρα ( или έξω) από τη Μόσχα
бро́сить что́-либо за окно́ — πετώ κάτι από το παράθυρο
идти́ за кем-л. — ακολουθώ κάποιον
2) ( возле) σε; κοντά, γύρω από3) ( на расстоянии) από, σε απόστασηза де́сять киломе́тров до... — δέκα χιλιόμετρα από…
4) ( о сроке) πριν, προза де́сять дней до... — δέκα μέρες πριν από…
за де́сять дней — μέσα σε δέκα μέρες
5) ( о цене)за нали́чный расчёт — τοις μετρητοίς
купи́ть биле́т за пять рубле́й — αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών
6) ( цель) γιαпосла́ть за до́ктором — στέλνω να φωνάξουν το γιατρό
боро́ться за мир — αγωνίζομαι για την ειρήνη
7) ( направление действия)держа́ться за пери́ла — κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα
приня́ться за рабо́ту — αρχίζω τη δουλειά
8)уважа́ть за хра́брость — εκτιμώ για την πάλικαριά
-
13 вышибать
вышибатьнесов, вышибить сов разг1. σπάζω, διαρρηγνύω:\вышибать из рук ρίπτω κάτω, ρίχνω (πετῶ или κάνω) νά πέσει ἀπό τά χέρια (ἄλλου)· \вышибать дно ξεπατώνω, βγάζω τόν πάτο·2. (выгонять) πετῶ, βγάζω ἔξω. -
14 переметать
ρ.δ.βλ. перемести.-мечу, -мечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемётанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ.1. ξανασυσσωρεύω, ξανασωριάζω•переметать стог ξαναθημωνιάζω.
2. συσσωρεύω, σωριάζω (όλο, πολύ).3. ρίχνω, πετώ•переметать все камни через забор πετώ όλες τις πέτρες έξω από τον περίβολο.
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемтанный, βρ: -тан, -а, -о.1. ξανατρυπώνω•переметать блужку ξανατρυπώνω τη μπλούζα.
2. ξαναστριφώνω, περιρράβω ξανά•переметать петлю περιρράβω ξανά την κουμπότρυπα.
-
15 вылетать
вылетатьнесов, вылететь сов1. πετῶ/ ἀναχωρώ μέ τό ἀεροπλάνο, ἀφίπτα-μαι (на самолете)·2. (стремительно выходить, выезжать) πετιέμαι ἔξω:он пу́лей вылетел из комнаты πετάχτηκε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο σάν σίφουνας· ◊ \вылетать из головы ξεχνῶ, λησμονώ ἐντελώς κάτι· вылететь в трубу́ φαλλίρησε, χρεωκόπη-σε· \вылетать из института (с работы) разг μέ διώχνουν ἀπό τή σχολή (από τή δουλειά). -
16 выметнуть
ρ.σ.μ. ρίχνω, πετώ βίαια, απότομα.1. ρίχνομαι, πετάγομαι έξω.2. ορμώ, τρέχω ορμητικά έξω. -
17 вытолкать
ρ.σ.μ. βγάζω έξω, εκδιώκω σπρώχνοντας, σπρώχνω έξω, εξωθώ. || έκβάλλω, βγάζω, πετώ με πίεση•вытолкать пробку εκπωματίζω με πίεση.
-
18 удалить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удаленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. απομακρύνω, ξεμακραίνω• αποτραβώ• αποσύρω•-мишень на двадцать метров απομακρύνω το στόχο είκοσι μέτρα•
удалить предмет от глаз απομακρύνω το αντικείμενο από τα μάτια.
|| μτφ. παλ. • απομονώνω•его -ли от других τον απομάκρυναν από τους άλλους.
|| μτφ. κρατώ σε απόσταση•он -ил от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του.
2. διώχνω, βγάζω έξω, πετώ•удалить ненужные вещи из комнаты βγάζω έξω από το δωμάτιο τα άχρηστα πράγματα.
|| εξάγω• απαλείφω•удалить зуб βγάζω το δόντι•
удалить пятно с материи βγάζω το λεκέ από το ύφασμα•
удалить ржавчину с металла βγάζω τη σκουριά από το μέταλλο.
|| μτφ. διώχνω, αποβάλλω•он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις.
3. μτφ. διώχνω, στέλλω μακριά. || μτφ. απαλλάσσω•его -ли с работы τον απομάκρυναν από τη δουλειά•
его -ли от занимаемого поста τον απομάκρυναν από πόστο που κατείχε.
1. απομακρύνομαι, αλαργεύω•лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή.
|| μτφ. ξεφεύγω•удалить от темы ξεφεύγω από το θέμα.
|| μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι•удалить от друзей ξεκόβω από τους φίλους.
2. φεύγω•в старости отец -лся в свою деревню στα γεράματα ο πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του.
|| απολύομαι• αποχωρώ•удалить от должности απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι) από τα καθήκοντα.
-
19 выбрасывать
выбрасыватьнесов1. ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ πετάω ἔξω (о волнах, море и т. п.)·2. (выпускать, исключать) βγάζω, διαγράφω· 3.:\выбрасывать товары на рынок разг ρίχνω τά ἐμπορεύματα στήν ἀγορά· ◊ \выбрасывать лозунг ρίχνω τό σύνθημα· \выбрасывать кого́-либо на у́лицу ρίχνω κάποιον στους πέντε δρόμους· \выбрасывать что́-л. из головы βγάζω ἀπ' τό μυαλό μου (или ἀπ' τό κεφάλι μου). -
20 вышвыривать
вышвыриватьнесов, вышвырнуть сов разг ρίχνω (или πετώ) δξω, βγάζω ἔξω, διώχνω κακήν κακώς.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
προεκβάλλω — ΝΑ νεοελλ. 1. προεκτείνω, προβάλλω 2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω αρχ. 1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.) 2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού τό συνθλίψω… … Dictionary of Greek
εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
εξίπταμαι — ἐξίπταμαι (AM) πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
εκθέω — ἐκθέω (Α) 1. τρέχω έξω 2. κάνω εξόρμηση 3. (για βέλη) πετώ προς τα έξω … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
εκρίπτω — ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ ( έω) (Α) μσν. 1. πετώ μπροστά, απλώνω 2. (για ναυαγούς) εκβράζω 3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους αρχ. 1. ρίχνω έξω, απορρίπτω 2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία* 3. (για λόγια) εκστομίζω 4 … Dictionary of Greek
προεκρίπτω — Μ ρίχνω προηγουμένως έξω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκρίπτω «πετώ μπροστά»] … Dictionary of Greek
προσεκρίπτω — Μ απορρίπτω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκρίπτω «πετώ μπροστά, ρίχνω έξω, απορρίπτω»] … Dictionary of Greek
ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)